- ευρυβατεύομαι
- εὐρυβατεύομαι (Α) [Ευρύβατος]συμπεριφέρομαι όπως ο Ευρύβατος, διαπράττω απάτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυβατεύεσθαι — εὐρυβατεύομαι wide stepping pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρύβατος ή Ευρυβάτης — (6ος αι. π.Χ.). Περιώνυμος απατεώνας της αρχαιότητας. Στα αρχαία συγγράμματα συγκρίνεται με άλλους ονομαστούς απατεώνες όπως τον Ώλο, τον Σώστρατο και τον Δημοκλείδη. Καταγόταν από την Έφεσο ή την Αίγινα. Ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας τον έστειλε … Dictionary of Greek